ανθυποβρυχιακό

ανθυποβρυχιακό
Ναυτική μονάδα περιορισμένου εκτοπίσματος, που προορίζεται για την αναζήτηση και καταστροφή των υποβρυχίων, τόσο στα ανοιχτά όσο και κοντά στα λιμάνια. Κατά την περίοδο μεταξύ των δύο Παγκοσμίων πολέμων, οι μονάδες που κατασκευάζονταν ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό είχαν εκτόπισμα περίπου 350 τόνων και ήταν εξοπλισμένες με πυροβόλα για τη μάχη εναντίον υποβρυχίων που βρίσκονταν στην επιφάνεια και με εκτοξευτές βομβών για την καταστροφή υποβρυχίων σε κατάδυση. Μερικοί τύποι α. ήταν εξοπλισμένοι επιπλέον και με δύο τορπιλοβλητικούς σωλήνες. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό των α. ήταν o εξοπλισμός τους με ειδικές συσκευές για την ανίχνευση των υποβρυχίων (υδρόφωνα, ηχογωνιόμετρα, ραντάρ). Αργότερα, το έργο των α. άρχισαν να αναλαμβάνουν μονάδες άλλων τύπων και στον αγώνα εναντίον των υποβρυχίων τέθηκαν φρεγάτες και κορβέτες –εξοπλισμένες με τις κατάλληλες συσκευές– οι οποίες, επειδή έπρεπε να αναλάβουν όλες τις αποστολές σχετικά με την προστασία των θαλάσσιων συγκοινωνιών, είχαν εκτόπισμα κατάλληλο για ναυσιπλοΐα με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες και διέθεταν ισχυρό οπλισμό κάθε τύπου, κυρίως αντιαεροπορικό. Οι μονάδες που αναλαμβάνουν σήμερα αποκλειστικά ανθυποβρυχιακές αποστολές είναι μεγάλα σκάφη, 60 έως 100 τόνων, εφοδιασμένα με ηχογωνιόμετρα, εκτοξευτές βομβών βυθού και δύο τορπιλοβλητικούς σωλήνες. Με αυτά τα σκάφη μπορεί να γίνει επιτήρηση σε θαλάσσιες περιοχές πολύ κοντά στα λιμάνια και στους ναυστάθμους και να εξασφαλιστεί συνοδεία για μικρές νηοπομπές κατά μήκος των ακτών. Οι κορβέτες, χάρη στις μεγάλες δυνατότητές τους, μπορούσαν να αναλάβουν με επιτυχία το ανθυποβρυχιακό έργο, ακόμη και στην ανοιχτή θάλασσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… …   Dictionary of Greek

  • αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… …   Dictionary of Greek

  • στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… …   Dictionary of Greek

  • Σόκλεϊ, Ουίλιαμ Μπράντφορντ — (Shockley). Αμερικανός φυσικός (Λονδίνο 1910). Σπούδασε στο Institute of Technology της Καλιφόρνιας και στο Institute of Technology της Μασαχουσέτης και ανακηρύχτηκε διδάκτορας το 1936. Το ίδιο έτος εισήλθε στα εργαστήρια έρευνας της Bell… …   Dictionary of Greek

  • Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της …   Dictionary of Greek

  • φρεγάδα — φρεγάδα, η και φρεγάτα, η και φεργάδα, η (λ. ιταλ.) 1. ιστιοφόρο πλοίοτου παλιού πολεμικού ναυτικού με τρία όρθια κατάρτια και πλήρη εξάρτυση δρόμωνα. 2. σύγχρονο ανθυποβρυχιακό πλοίο συνοδείας. 3. μτφ., γυναίκα εύσωμη, καμαρωτή, κομψή, ωραία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”